αλεξανδριστής

αλεξανδριστής
ο (Α ἀλεξανδριστὴς) [ἀλεξανδρίζω]
αυτός που διάκειται φιλικά προς τον Αλέξανδρο, ο οπαδός του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἀλεξανδριστήν — Ἀλεξανδριστής partisan of Alexander masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεξανδρίζω — ἀλεξανδρίζω (Α) 1. είμαι με το μέρος τού Μ. Αλεξάνδρου, είμαι οπαδός του 2. ακολουθώ το παράδειγμα τού Μ. Αλεξάνδρου, τόν μιμούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀλέξανδρος. ΠΑΡ. ἀλεξανδριστής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”